μολυβδουργός

μολυβδουργός
ο (Α μολυβδουργός και μολιβδουργός, Μ μολυβουργός)
τεχνίτης που κατεργάζεται τον μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ουργός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μολυβδουργούς — μολυβδουργός lead worker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυβδουργώ — έω είμαι μολυβδουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβδουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • μολιβδουργός — μολιβδουργός, ὁ (Α) βλ. μολυβδουργός …   Dictionary of Greek

  • μολυβδουργία — η η τέχνη τής κατεργασίας τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβδουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • μολυβδουργείο — το [μολυβδουργός] εργαστήριο κατεργασίας μολύβδου …   Dictionary of Greek

  • μολυβουργός — μολυβουργός, ὁ (Μ) βλ. μολυβδουργός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”